- ἀμφίδρυφος
- ἀμφίδρυφοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφίδρυφος — ἀμφίδρυφος, ον (Α) ο αμφιδρυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφος < αρχ. δρύτττω «σχίζω»] … Dictionary of Greek
ἀμφίδρυπτον — ἀμφίδρυφος masc/fem acc sg ἀμφίδρυφος neut nom/voc/acc sg ἀμφίδρυπτος masc/fem acc sg ἀμφίδρυπτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίδρυφον — ἀμφίδρυφος masc/fem acc sg ἀμφίδρυφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίδρυπτα — ἀμφίδρυφος neut nom/voc/acc pl ἀμφίδρυπτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίδρυφοι — ἀμφίδρυφος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
δρύπτω — (Α) 1. σχίζω, ξεσχίζω, σπαράζω 2. (σε πένθος) κόπτομαι 3. επιδρώ επιβλαβώς στην υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λέξη που ανάγεται στη ρίζα *der «γδέρνω, ξεσχίζω» τού δέρω* και συνδέεται με το δρέπω*. Ο τ. εμφανίζει σύνθετα σε δρυφής (πρβλ. αμφιδρυφής) … Dictionary of Greek